χαλκεύσῃ

χαλκεύσῃ
χαλκεύω
make of copper
aor subj mid 2nd sg
χαλκεύω
make of copper
aor subj act 3rd sg
χαλκεύω
make of copper
fut ind mid 2nd sg
χαλκόω
turn to bronze
pres part act fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χάλκευση — η, Ν η ενέργεια τού χαλκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χάλκευσις, μαρτυρείται από το 1864 στον Ιω. Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek

  • χάλκευση — η η δημιουργία πλαστών ειδήσεων, η σκευωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”